πρασόκουρον

πρασόκουρον
πρᾰσό-κουρον, τό, ([etym.] κείρω)
A leek-slicer, AP11.203, BGU 1522 (iii B.C.): Adj.,

δρέπανα πρασόκουρα PCair.Zen.782

(a).51 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρασόκουρον — leek slicer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασόκουρον — τὸ, Α 1. δρεπάνι με το οποίο έκοβαν τα πράσα 2. ως επίθ. φρ. «δρέπανα πρασόκουρα» δρεπάνια με τα οποία κόβονται τα πράσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κουρον (< κουρά)] …   Dictionary of Greek

  • πρασόργη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) πρασόκουρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + έργον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”